ηβυλλιώ

ηβυλλιώ
ἡβυλλιῶ, -άω (Α) (κωμικός σχημ. τού ηβώ*)
είμαι νέος, είμαι νεαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + -υλλιώ που προφανώς συνδέεται με την υποκορ. κατάλ. -υλλιον. Μαρτυρείται στο θηλ. τής μτχ. ηβυλλιώσαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”